πυρρότριχος: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυρρότρῐχος:''' -ον, = [[πυρρόθριξ]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''πυρρότρῐχος:''' -ον, = [[πυρρόθριξ]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = πυρρόθριξ, Theoc.8.3.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, Θεόκρ. 8. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / πυρρότριχος, -ον, και πυρρόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-τριχος / λευκό-θριξ)].
Greek Monotonic
πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ.