ποινάτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ποινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, [[εκδικητής]], [[τιμωρός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποινάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ каратель, мститель Aesch., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,
A avenger, punisher, A.Ag.1281, E.El.23,268.
German (Pape)
[Seite 651] ορος, ὁ, Strafer, Rächer, Verfolger, Aesch. Ag. 1254 Eur. El. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ποινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, τιμωρός, τιμωρητικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1281, Εὐρ. Ἠλ. 23. 268.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui punit, vengeur.
Étymologie: ποινή.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
(δωρ. τ.) ποινήτωρ, τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. θηρά-τωρ, γεννή-τωρ)].
Greek Monotonic
ποινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, εκδικητής, τιμωρός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ποινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ каратель, мститель Aesch., Eur.