ξενοκτονέω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενοκτονέω:''' Ιων. ξεινοκτ-,<br /><b class="num">I.</b> [[φονεύω]] τους φιλοξενούμενούς μου ή τους ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ., ΙI. [[σκοτώνω]] τον οικοδεσπότη μου, σε Ευρ. | |lsmtext='''ξενοκτονέω:''' Ιων. ξεινοκτ-,<br /><b class="num">I.</b> [[φονεύω]] τους φιλοξενούμενούς μου ή τους ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ., ΙI. [[σκοτώνω]] τον οικοδεσπότη μου, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενοκτονέω:''' ион. ξεινοκτονέω убивать чужеземцев или гостей Her., Eur., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. ξεινο-,
A slay guests or strangers, Hdt.2.115, E.Hec.1247, D.S.4.18.
German (Pape)
[Seite 277] ion. ξεινοκτονέω, Fremde od. Gastfreunde tödten; Eur. Hec. 1347; Her. 2, 115 u. Sp., wie D. Sic. 4, 40 Luc. D. D. 16, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοκτονέω: Ἰων. ξεινοκτ-, φονεύω τοὺς ξενιζομένους παρ’ ἐμοὶ ἢ ξένους, Ἡρόδ. 2. 115, Εὐρ. Ἑκ. 1247, Διόδ. 4. 18.
ΙΙ. φονεύω τὸν ξενίζοντά με, Εὐρ. Ι. Τ. 1021.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tuer des hôtes ou des étrangers;
2 tuer son hôte.
Étymologie: ξενοκτόνος.
Greek Monotonic
ξενοκτονέω: Ιων. ξεινοκτ-,
I. φονεύω τους φιλοξενούμενούς μου ή τους ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ., ΙI. σκοτώνω τον οικοδεσπότη μου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ξενοκτονέω: ион. ξεινοκτονέω убивать чужеземцев или гостей Her., Eur., Diod.