δώσων: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(4)
(1ab)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δώσων:''' -οντος, ὁ, μτχ. μέλ. του [[δίδωμι]], αυτός που προτίθεται πάντα να δώσει· το [[Δώσων]] ως προσωνύμιο του Αντιγόνου του Βʹ, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δώσων:''' -οντος, ὁ, μτχ. μέλ. του [[δίδωμι]], αυτός που προτίθεται πάντα να δώσει· το [[Δώσων]] ως προσωνύμιο του Αντιγόνου του Βʹ, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δώσων]], οντος, ὁ,<br />fut. [[part]]. of [[δίδωμι]], [[always]] [[going]] to [[give]]: [[Δώσων]] as a [[name]] of [[Antigonus]] II, promiser, Plut.
}}
}}

Revision as of 13:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δώσων Medium diacritics: δώσων Low diacritics: δώσων Capitals: ΔΩΣΩΝ
Transliteration A: dṓsōn Transliteration B: dōsōn Transliteration C: doson Beta Code: dw/swn

English (LSJ)

οντος, ὁ, fut. part. of δίδωμι,

   A always going to give, always promising: hence Δώσων as a name of Antigonus II, Plu.Cor.11.

German (Pape)

[Seite 696] οντος, ὁ, geben wollend; der stets verspricht, aber nichts giebt, Beiname des Antigonus Il. von Macedonien, s. Plut. Coriol. 11.

Greek Monotonic

δώσων: -οντος, ὁ, μτχ. μέλ. του δίδωμι, αυτός που προτίθεται πάντα να δώσει· το Δώσων ως προσωνύμιο του Αντιγόνου του Βʹ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δώσων, οντος, ὁ,
fut. part. of δίδωμι, always going to give: Δώσων as a name of Antigonus II, promiser, Plut.