κάθεξις: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάθεξις:''' -εως, ἡ ([[κατέχω]]), [[κατοχή]], [[συγκράτηση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κάθεξις:''' -εως, ἡ ([[κατέχω]]), [[κατοχή]], [[συγκράτηση]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάθεξις -εως, ἡ instandhouding, het vasthouden. het inhouden, tegenhouden:. ἡ τοῦ πνεύματος κάθεξις het inhouden van de adem Aristot. Pol. 1336a 38.
}}
}}

Revision as of 10:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθεξις Medium diacritics: κάθεξις Low diacritics: κάθεξις Capitals: ΚΑΘΕΞΙΣ
Transliteration A: káthexis Transliteration B: kathexis Transliteration C: katheksis Beta Code: ka/qecis

English (LSJ)

εως, ἡ, (κατέχω)

   A holding, retention, τῆς ἀρχῆς Th.3.47; ἐν μνήμῃ καὶ καθέξει Plu.2.968c; possession, Plot.6.1.23.    2 holding in, restraining, τοῦ πνεύματος Arist.Somn.Vig.456a16; [θυμοῦ] Id.EE 1223b20.    3 retentive power, of the bladder, Aret.CA1.4.

German (Pape)

[Seite 1283] ἡ, das Zurückhalten, Behaupten; τῆς ἀρχῆς Thuc. 3, 47; τοῦ πνεύματος, das Anhalten des Athems, Arist. de somn. 2 E.; τῶν ἐπιθυμιῶν Plut. Num. 3.

Greek (Liddell-Scott)

κάθεξις: -εως, ἡ, (κατέχω) κατοχή, κράτησις, τῆς ἀρχῆς Θουκ. 3. 47· ἐν μνήμῃ καὶ καθέξει Πλούτ. 2. 968C. 2) τὸ κρατεῖν τι ἐντός, περιορισμός, ἀναχαίτισις, τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ὕπν. 2, 17· τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 2. 7, 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de retenir, de conserver.
Étymologie: κατέχω.

Greek Monotonic

κάθεξις: -εως, ἡ (κατέχω), κατοχή, συγκράτηση, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθεξις -εως, ἡ instandhouding, het vasthouden. het inhouden, tegenhouden:. ἡ τοῦ πνεύματος κάθεξις het inhouden van de adem Aristot. Pol. 1336a 38.