συμβελής: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβελής:''' -ές, αυτός που έχει χτυπηθεί συγχρόνως από [[πολλά]] βέλη, σε Πολύβ.
|lsmtext='''συμβελής:''' -ές, αυτός που έχει χτυπηθεί συγχρόνως από [[πολλά]] βέλη, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβελής:''' пораженный многими стрелами Polyb.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβελής Medium diacritics: συμβελής Low diacritics: συμβελής Capitals: ΣΥΜΒΕΛΗΣ
Transliteration A: symbelḗs Transliteration B: symbelēs Transliteration C: symvelis Beta Code: sumbelh/s

English (LSJ)

ές, (βέλος)

   A hit by several arrows at once, Plb.1.40.13.

German (Pape)

[Seite 978] ές, von mehrern Pfeilen zugleich getroffen, Pol. 1, 40, 13.

Greek (Liddell-Scott)

συμβελής: -ές, (βέλος) ὁ ὑπὸ πολλῶν ὁμοῦ βελῶν πεπληγμένος, συμβελῆ γιγνόμενα τὰ θηρία διεταράχθη Πολύβ. 1. 40, 13· ἀλλαχοῦ καταβελής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
accablé ou criblé de traits.
Étymologie: σύν, βέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
χτυπημένος από πολλά βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βελής (< βέλος), πρβλ. εμ-βελής, κατα-βελής].

Greek Monolingual

-ές, Α
χτυπημένος από πολλά βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βελής (< βέλος), πρβλ. εμ-βελής, κατα-βελής].

Greek Monotonic

συμβελής: -ές, αυτός που έχει χτυπηθεί συγχρόνως από πολλά βέλη, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συμβελής: пораженный многими стрелами Polyb.