ἰχνοπέδη: Difference between revisions
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰχνοπέδη:''' ἡ, είδος δεσμού ή παγίδας, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἰχνοπέδη:''' ἡ, είδος δεσμού ή παγίδας, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰχνοπέδη:''' ἡ тж. pl. ножные оковы, путы Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, a kind of
A fetter or trap, AP6.109 (Antip.), 7.626.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Fußfessel, Schlinge; Ant. Sid. 17 (VI, 109); ἐν ἰχνοπέδαις ἀγρευθείς Ep. ad. 398 (VII, 626).
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνοπέδη: ἡ, εἶδος δεσμοῦ ἢ παγίδος, Ἀνθ. Π. 6.109., 7. 626.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
entraves, fers aux pieds.
Étymologie: ἴχνος, πέδη.
Greek Monolingual
ἰχνοπέδη, ἡ (Α)
είδος δεσμού ή παγίδας, συσκευή με την οποία συνελάμβαναν ή παγίδευαν κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πέδη «δεσμός»].
Greek Monotonic
ἰχνοπέδη: ἡ, είδος δεσμού ή παγίδας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνοπέδη: ἡ тж. pl. ножные оковы, путы Anth.