μυλήφατος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠλήφᾰτος:''' -ον (πέφαμαι), Παθ. παρακ. του *[[φένω]]), αλεσμένος σε μύλο, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μῠλήφᾰτος:''' -ον (πέφαμαι), Παθ. παρακ. του *[[φένω]]), αλεσμένος σε μύλο, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠλήφᾰτος:''' молотый ([[ἄλφιτον]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλήφᾰτος Medium diacritics: μυλήφατος Low diacritics: μυλήφατος Capitals: ΜΥΛΗΦΑΤΟΣ
Transliteration A: mylḗphatos Transliteration B: mylēphatos Transliteration C: mylifatos Beta Code: mulh/fatos

English (LSJ)

ον, (θείνω)

   A bruised in a mill, εἴκοσι . . μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Od. 2.355, cf. A.R.1.1073, Lyc.578.

German (Pape)

[Seite 217] (φάω, πέφαμαι), von der Mühle zermalmt, zermahlen; ἄλφιτον, Od. 2, 355; Ap. Rh. 1, 1073; vgl. Plut. Qu. Rom. 109.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλήφᾰτος: -ον, (φένω, πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, εἴκοσι... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
écrasé par la meule.
Étymologie: μύλη, πέφνειν.

English (Autenrieth)

(φένω): crushed in a mill, ground, Od. 2.355†.

Greek Monolingual

μυλήφατος, -ον (ΑΜ)
αλεσμένος στον μύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -φατος (< θείνω «φονεύω» — για την εναλλαγή θ- / φ
βλ. λ. θείνω), πρβλ. αρηΐ-φατος, δουρί-φατος].

Greek Monotonic

μῠλήφᾰτος: -ον (πέφαμαι), Παθ. παρακ. του *φένω), αλεσμένος σε μύλο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μῠλήφᾰτος: молотый (ἄλφιτον Hom.).