ἱερακίσκος: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερᾱκίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[ἱέραξ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἱερᾱκίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[ἱέραξ]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερᾱκίσκος:''' ὁ маленький ястреб, ястребенок Arph.
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱκίσκος Medium diacritics: ἱερακίσκος Low diacritics: ιερακίσκος Capitals: ΙΕΡΑΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: hierakískos Transliteration B: hierakiskos Transliteration C: ierakiskos Beta Code: i(eraki/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ἱέραξ, Ar.Av.1112.

German (Pape)

[Seite 1240] ὁ, dim. von ἱέραξ, Ar. Av. 1112.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερᾱκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἱέραξ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112.

Greek Monolingual

ἱερακίσκος, ὁ (Α)
μικρό γεράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ιέραξ].

Greek Monotonic

ἱερᾱκίσκος: ὁ, υποκορ. του ἱέραξ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερᾱκίσκος: ὁ маленький ястреб, ястребенок Arph.