θυρσομανής: Difference between revisions
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θυρσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που τρελαίνεται με τον <i>θυρσύν</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''θυρσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που τρελαίνεται με τον <i>θυρσύν</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θυρσομᾰνής:''' неистовствующий с тирсом в руках (sc. [[Βρόμιος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A he who raves with the thyrsus, epith. of Bacchus, E.Ph.792 (lyr.), Orph.H.50.8.
German (Pape)
[Seite 1227] ές, mit dem Thyrsus rasend, in bacchischer Begeisterung; Eur. Phoen. 798; Bacchus, Orph. H. 49, 8.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσομᾰνής: -ές, ὁ μαινόμενος κρατῶν τὸν θύρσον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Φοίν. 792, Ὀρφ. Ὕμν. 49. 8.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’abandonne à un transport bachique, le thyrse en main.
Étymologie: θύρσος, μαίνομαι.
Greek Monolingual
θυρσομανής, -ές (Α)
(ως επίθ. του Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής, ναρκο-μανής].
Greek Monotonic
θυρσομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που τρελαίνεται με τον θυρσύν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θυρσομᾰνής: неистовствующий с тирсом в руках (sc. Βρόμιος Eur.).