τανύδρομος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύδρομος:''' -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη [[δύναμη]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τᾰνύδρομος:''' -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη [[δύναμη]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύδρομος:''' бегущий во всю прыть Aesch.
}}
}}

Revision as of 04:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύδρομος Medium diacritics: τανύδρομος Low diacritics: τανύδρομος Capitals: ΤΑΝΥΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: tanýdromos Transliteration B: tanydromos Transliteration C: tanydromos Beta Code: tanu/dromos

English (LSJ)

ον,

   A running at full stretch, A.Eu.371 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1067] den Lauf streckend od. ausdehnend, weit laufend, Aesch. Eum. 349.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύδρομος: -ον, ὁ τρέχων πάσῃ δυνάμει, σφαλερὰ τανυδρόμοις κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμεν. 371, πρβλ. τανύω ἐν τέλει, ταναύπους.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court vivement, agile.
Étymologie: τανύω, δραμεῖν.

Greek Monolingual

και τανυσίδρομος, -ον, Α
αυτός που τρέχει πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάννμαι «τεντώνομαι» + -δρόμος (< δρόμος). Ο τ. ταννσί-δρομος είναι αμφβλ. (πρβλ. ταννσίσκοπος)].

Greek Monotonic

τᾰνύδρομος: -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη δύναμη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύδρομος: бегущий во всю прыть Aesch.