τραπέω: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰπέω:''' εν [[χρήσει]] μόνο στον ενεστ., [[πατώ]] σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. (αμφίβ. προέλ.· πρβλ. Λατ. [[trapetum]]).
|lsmtext='''τρᾰπέω:''' εν [[χρήσει]] μόνο στον ενεστ., [[πατώ]] σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. (αμφίβ. προέλ.· πρβλ. Λατ. [[trapetum]]).
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰπέω:''' выжимать сок, давить (sc. σταφυλάς Hom.).
}}
}}

Revision as of 14:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπέω Medium diacritics: τραπέω Low diacritics: τραπέω Capitals: ΤΡΑΠΕΩ
Transliteration A: trapéō Transliteration B: trapeō Transliteration C: trapeo Beta Code: trape/w

English (LSJ)

   A tread grapes, Od.7.125, Hes.Sc.301, Anan.5.4. (Cf. τραπητής, τραπητός, τροπήϊον, τροπέοντο (Hsch.), Lith. trepénti 'tramp', etc.)

German (Pape)

[Seite 1135] Weintrauben treten; Od. 7, 125; Hes. Sc. 301; ὅταν τραπέωσι καὶ πατέωσιν, Ananias bei Ath. VII, 282 b; später übh. Wein keltern, vermittelst der Drehkelter auspressen; vgl. Buttm. Lexil. II p. 155 über die Ableitung und den Zusammenhang mit trappen, traben.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπέω: πατῶ σταφυλάς, ληνοπατῶ, ἑτέρας δ’ ἄρα τε τρυγόωσιν, ἄλλας δὲ τραπέουσι Ὀδ. Η. 125, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 201, Ἀνάνιος παρ’ Ἀθην. 282Β. (Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ τρέπω· πρβλ. τραπητής, τροπήιον, Λατ. trapes, trapētum).

French (Bailly abrégé)

fouler le raisin.
Étymologie: R. Τραπ, tourner ; cf. τρέπω.

English (Autenrieth)

(τρέπω): tread, press, Od. 7.125†.

Greek Monotonic

τρᾰπέω: εν χρήσει μόνο στον ενεστ., πατώ σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. (αμφίβ. προέλ.· πρβλ. Λατ. trapetum).

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπέω: выжимать сок, давить (sc. σταφυλάς Hom.).