νεηγενής: Difference between revisions
From LSJ
διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεηγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]])· Ιων. αντί <i>νεᾱγενής</i>, ο γεννημένος πρόσφατα, [[νεογέννητος]], [[αρτιγέννητος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''νεηγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]])· Ιων. αντί <i>νεᾱγενής</i>, ο γεννημένος πρόσφατα, [[νεογέννητος]], [[αρτιγέννητος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεηγενής:''' эп.-ион. = [[νεογενής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ές, Ion. for νεᾱγενής,
A new-born, just born, Od.4.336.
German (Pape)
[Seite 236] ές, neu, eben geboren; Od. 4, 336. 17, 127; μόσχον νεαγενῆ, Eur. I. A. 1623; sp. D., wie Antp. Sid. 83 (VII, 210).
Greek (Liddell-Scott)
νεηγενής: -ές, Ἰων. ἀντὶ νεᾱγενής, ἀρτιγενής, νεογέννητος, Ὀδ. Δ. 336, Ρ. 127· ἴδε ἐν λέξ. νεαγενής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ion. c. νεογενής.
English (Autenrieth)
ές: new-born, Od. 4.336 and Od. 17.127.
Greek Monolingual
νεηγενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. νεογενής.
Greek Monotonic
νεηγενής: -ές (γίγνομαι)· Ιων. αντί νεᾱγενής, ο γεννημένος πρόσφατα, νεογέννητος, αρτιγέννητος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
νεηγενής: эп.-ион. = νεογενής.