ἰσομοιρέω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσομοιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω ίσο [[μερίδιο]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''ἰσομοιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω ίσο [[μερίδιο]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσομοιρέω:''' иметь равную долю, участвовать в равной мере (ἰ. πρὸς ἀλλήλους Isocr.; ἰ. τινι τῆς οὐσίας Isae.): ἀξιοῦν ἰ. Xen. претендовать на равную долю. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A have an equal share, Th.6.39, X.Cyr.2.3.17; τινος of a thing, D.48.19; τινὸς πρός τινα Th.6.16; πρὸς ἀλλήλους Isoc.5.39; τινός τινι Is.1.2, D.H.6.66. II Astrol., occupy the same degree, Cat.Cod.Astr.5(1).219.
German (Pape)
[Seite 1265] gleichen Theil haben, τινί τινος, mit Einem an Etwas, Is. 1, 2, 35; von Städten, ἰσομοιρῆσαι πρὸς ἀλλήλους, im Ggstz von πλεονεκτεῖν, Isocr. 4, 17. 5, 39; ἢν δέ τι γένηται ἀγαθόν, ἀξιώσουσι πάντες ἰσομοιρεῖν Xen. Cyr. 2, 2, 17; τῆς ξυμφορᾶς Thuc. 6, 16; von Gleichheit der Rechte in der Demokratie, 6, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομοιρέω: ἔχω ἴσον μερίδιον, Θουκ. 6. 39, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 17· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἰσαῖος 35. 9, Δημ. 1172. 27· τινος πρός τινα ἢ τινι, πράγματός τινος μετ’ ἄλλου προσ., Θουκ. 6. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 90Α. Ἀλ. 6. 66.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir une part égale ; πρός τινα à celle de qqn.
Étymologie: ἰσόμοιρος.
Greek Monotonic
ἰσομοιρέω: μέλ. -ήσω, έχω ίσο μερίδιο, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομοιρέω: иметь равную долю, участвовать в равной мере (ἰ. πρὸς ἀλλήλους Isocr.; ἰ. τινι τῆς οὐσίας Isae.): ἀξιοῦν ἰ. Xen. претендовать на равную долю.