νεοκηδής: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]), αυτός που έχει πρόσφατο [[πένθος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νεοκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]), αυτός που έχει πρόσφατο [[πένθος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοκηδής:''' охваченный новой скорбью, страдающий от свежей раны ([[θυμός]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 00:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκηδής Medium diacritics: νεοκηδής Low diacritics: νεοκηδής Capitals: ΝΕΟΚΗΔΗΣ
Transliteration A: neokēdḗs Transliteration B: neokēdēs Transliteration C: neokidis Beta Code: neokhdh/s

English (LSJ)

ές,

   A whose grief is fresh, θυμός Hes.Th.98.

German (Pape)

[Seite 242] ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, θυμός, Hes. Th. 98.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκηδής: -ές, ὁ ἔχων πρόσφατον θλῖψιν, Ἡσ. Θ. 98· ὡς τὰ νεοπενθής, νεοπαθής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffre d’une douleur récente.
Étymologie: νέος, κῆδος.

Greek Monolingual

νεοκηδής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλο-κηδής].

Greek Monotonic

νεοκηδής: -ές (κῆδος), αυτός που έχει πρόσφατο πένθος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νεοκηδής: охваченный новой скорбью, страдающий от свежей раны (θυμός Hes.).