ἔντερον: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔντερον:''' τό ([[ἐντός]]), [[έντερο]], [[ἔντερον]] [[οἰός]], [[χορδή]] τόξου από [[έντερο]] προβάτου, σε Ομήρ. Οδ.· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ἔντερα</i>, έντερα, [[εντόσθια]], σπλάχνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. | |lsmtext='''ἔντερον:''' τό ([[ἐντός]]), [[έντερο]], [[ἔντερον]] [[οἰός]], [[χορδή]] τόξου από [[έντερο]] προβάτου, σε Ομήρ. Οδ.· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ἔντερα</i>, έντερα, [[εντόσθια]], σπλάχνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔντερον:''' τό<b class="num">1)</b> кишка ([[οἰός]] Hom.); преимущ. pl. кишки, кишечник (ἔντερα καὶ σπλάγχνα Aesch.; [[κοιλία]] καὶ ἔντερα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> чрево, матка (τὸ ἐμβρυοδόχον ἔ. Luc.);<br /><b class="num">3)</b> внутренность, сердцевина, ядро (sc. τοῦ καρποῦ Anth.);<br /><b class="num">4)</b> червь: ἔντερα γῆς Arst. земляные черви. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A piece of the guts or intestines, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός a string of sheep's gut, Od.21.408: elsewh. in Hom. always pl., ἔντερα guts, bowels, Il.13.507,al., cf. A.Ag.1221, Ar.Eq.1184, Ra. 476, Pl.Ti.73a: in sg., gut, bowel, Arist.HA524b13; τοὔντερον τῆς ἐμπίδος Ar.Nu.160; collectively, bowels, Arist.HA514b13, al.; womb, belly, Archil.142, cf. Luc.Lex.6; ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ for moderation in eating, LXX.Si.34.20, cf. AP9.170 (Pall.): metaph., inside of fruit, ib.14.57. II ἔντερα γῆς earth-worms, Arist.IA705b28, 709a28, Arat.959, Numen. ap. Ath.7.305a; but worm-casts, Arist.HA570a16, Thphr.Sign.42, Nic.Th.388. III bag made of gut, Hp.Morb.3.1. (I.-E. *en-tero-, Comp. of *en 'in'.)
German (Pape)
[Seite 855] τό, das Innere, bes. der Darm, gew. im plur., das Gedärm, die Eingeweide; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 507; σὺν ἐντέροις τε σπλάγχνα Aesch. Ag. 1194; Ar. Ran. 478; Plat. Tim. 73 a u. Folgde, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός, Schaafsdarm, Darmsaite, Od. 21, 408, A. H. bei Ael. V. H. 4, 14 τὰ κατ' ὀβολὸν συνα χθέντα χρήματα εἰς πόρνης ἔντερον καταίρουσι, vgl. ἐντέριον, wie es bei Hippocr. für Blase, Beutel steht; Luc. Leziph. 6 τοκάδος ὑὸς τὸ ἐμβρυοδόχον ἔντερον, Gebärmutter. – Uebh. das Innere, Aenigm. 20 (XIV, 57); – γῆς, die in der Erde lebenden Regenwürmer, Arat. 959; vgl. Numen. bei Ath. VII, 305 a; Nic. Ther. 388; so im sing., ἔντερον γῆς Ael. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντερον: τό, (ἐντὸς) ὡς καὶ νῦν, ἔντερον, χυδ. «ἄντερο», χορδὴ τόξου ἐξ ἐντέρου, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται ἀείποτε μόνον τὸν πληθ., τὰ ἔντερα, διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 507, κ. ἀλλ.· οὕτως, Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1221, Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1184, ἐν Βατρ. 476, Πλάτ. ἐν Τιμ. 73Α· ψύχειν τὴν κεφαλήν, μάλιστα μὲν ξύραντα ἢ εἰς κύστιν ἢ εἰς ἔντερα ἐγχέαντα τῶν ψυκτικῶν τι Ἱππ. π. Νούσ. τὸ Γ΄, 488, 6· - καθ’ ἑνικ., τοὔντερον τῆς ἐμπίδος Ἀριστοφ. Νεφ. 160· συχν. παρ’ Ἀριστ.· ἡ μήτρα, ἡ κοιλία, Ἀρχίλ. 131 (116) πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6· ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ, ἐν ὀλιγοφαγίᾳ, ὕπνος ὑγιείας ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΔ΄, 20)· - μεταφ., τὸ ἐσωτερικὸν τῶν καρπῶν, Ἀνθ. Π. 14. 57. ΙΙ. ἔντερα γῆς, σκώληκες τῆς γῆς, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3, 5, Ἄρατ. 959, πρβλ. Νικ. Θηρ. 388. (ἐσχηματίσθη ὡς συγκρ. ἐκ τοῦ ἐντός, πρβλ. ὑπέρτερον).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
litt. l’intérieur, d’où
I. intestin, d’ord. au plur. τὰ ἔντερα les intestins;
II. p. ext. 1 ventre, sein;
2 ἔντερα γῆς vers de terre.
Étymologie: ἐντός.
English (Autenrieth)
gut, οἰός, used for harpstring, Od. 21.408; pl., bowels.
Spanish (DGE)
-ου, τό
I anat.
1 intestino frec. en plu. intestinos, Il.13.506, 20.418, A.A.1221, Ar.Eq.454, Lys.367, Ra.476, Pl.Ti.73a, X.An.2.5.33, Hp.Carn.13, ἔντερα τοῦ ταύρου Suppl.Mag.95.17, en sg. Hp.Mul.1.34, Arist.HA 514b13, Plu.2.699f, cóm. τοὔντερον τῆς ἐμπίδος el intestino del mosquito Ar.Nu.160
•especificado λεπτὸν ἔ. intestino delgado Gal.2.177, en plu., Nemes.Nat.Hom.2.74, Gp.20.4.1, τυφλὸν ἔ. intestino ciego Gal.2.784, παχὺ ἔ. intestino grueso Gal.3.346, ἀπευθυσμένον ἔ. intestino recto Gal.3.398, Origenes Or.31.3
•fig., como sede de sentimientos y emociones entrañas συνεστρέφετο γὰρ τὰ ἔντερα αὐτοῦ ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ se le conmovieron las entrañas por su hermano LXX Ge.43.30, prov. ἔντερα μάχονται, ἀλλ' οὐ διασπῶνται ref. a las luchas familiares o intestinas, Aesop.Prou.64.
2 tripa, trozo de intestino de anim. con dif. usos ἐϋστρεφὲς ἐ. οἰός una retorcida tripa de oveja como cuerda de un arco, Od.21.408, como depósito de medicamentos líquidos, Hp.Morb.3.1, como cuerda de instrumentos ἔντερα τῶν προβάτων Antig.Mir.7, cf. Porph.in Harm.121.4, como cebo para pescar ἔ. οἰός Opp.H.4.452, ἔ. νεοσφαγοῦς ἀρνὸς τριῶν ... πήχεων Ael.NA 14.8, como conducciones de agua ἔντερα βοῶν Apollod.Poliorc.247.7.
3 vientre como órgano de la reproducción χρήματα ... εἰς πόρνης γυναικὸς ἐ. καταίρουσιν desperdician dinero en el vientre de una prostituta Archil.279
•como órgano de la digestión panza, estómago ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ para una moderación en el comer LXX Si.31.20, σωφροσύνῃ κολάσας ἔ. ἀργαλέον AP 9.170 (Pall.), δοῦλοι γάρ ἐστε ... ἐντέρων ἀκορέστων Pall.Gent.Ind.2.49.
4 ἐμβρυοδόχον ἔντερον amnios Luc.Lex.6.
II zool. lombriz frec. en plu. γῆς ἔντερα Arist.HA 570a16, IA 705b28, Thphr.Sign.42, Nic.Th.388, ἔντερα γαίης Arat.959, Numen.Her.SHell.584.3, en sg. ἐ. γῆς Ael.NA 9.3, cf. Plu.2.982d, Nemes.Nat.Hom.1.42, Pall.V.Chrys.15.85.
Greek Monotonic
ἔντερον: τό (ἐντός), έντερο, ἔντερον οἰός, χορδή τόξου από έντερο προβάτου, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως στον πληθ., ἔντερα, έντερα, εντόσθια, σπλάχνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἔντερον: τό1) кишка (οἰός Hom.); преимущ. pl. кишки, кишечник (ἔντερα καὶ σπλάγχνα Aesch.; κοιλία καὶ ἔντερα Arst.);
2) чрево, матка (τὸ ἐμβρυοδόχον ἔ. Luc.);
3) внутренность, сердцевина, ядро (sc. τοῦ καρποῦ Anth.);
4) червь: ἔντερα γῆς Arst. земляные черви.