εἰσωθέω: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>, [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]] μέσα, — Μέσ., [[πιέζω]] τον εαυτό μου πάνω σε, σε Ξεν.
|lsmtext='''εἰσωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>, [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]] μέσα, — Μέσ., [[πιέζω]] τον εαυτό μου πάνω σε, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ωθήσω fut. -ώσω,<br />to [[thrust]] [[into]]:—Mid. to [[press]] in, Xen.
}}
}}

Revision as of 12:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσωθέω Medium diacritics: εἰσωθέω Low diacritics: εισωθέω Capitals: ΕΙΣΩΘΕΩ
Transliteration A: eisōthéō Transliteration B: eisōtheō Transliteration C: eisotheo Beta Code: ei)swqe/w

English (LSJ)

   A thrust into, τι ἐς τὸ ἔσω μέρος Hp.Art.34 ; χεῖρα Aret.SD 2.1 ; ἔνδον τὰς στάλικας Lib.Descr.10.4 :—Med., force oneself into, press in, X.An.5.2.18 ; εἰς τοὺς ὄχλους Porph.Hist.Phil.Fr.12.

German (Pape)

[Seite 747] (s. ὠθέω), hineinstoßen, -drängen, Sp.; Med. bei Xen. An. 5, 2, 18 v. l.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσωθέω: μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ εἴσω, τι εἴς τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 2. 1, σ. 49: - Μέσ., ὠθῶ ἐμαυτὸν εἴσω, εἰσορμῶ, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 18· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 78 εὑρίσκομεν τὸν τύπον εἰσωθίζομαι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hp.Steril.248, Philostr.VA 2.11

• Morfología: [aor. inf. εἰσωθῆναι (quizá l. εἴσω θεῖναι) Thdt.HE 5.39.23]
I en v. med., intr.
1 entrar empujando, meterse por la fuerza νικῶσι τοὺς ἐκπίπτοντας οἱ εἰσωθούμενοι los que entran a empujones vencen a los que salen X.An.5.2.18, εἰς τοὺς ὄχλους Porph.Hist.Phil.12, τὸν ἐκ τῆς βίας εἰσωθούμενον ὄγκον μὴ στέγοντες Ast.Am.Hom.14.2.3.
2 meterse hacia dentro εἰσωθούμενα γὰρ τὰ ἀνδρεῖα μόρια γυναικεῖα γίνεται Olymp.in Alc.189.
II en v. act., tr.
1 medic., esp. cirug. empujar presionando τὸ μὲν γὰρ ἐξεστεὸς ἐσωθεῖν χρὴ ἐς τὸ ἔσω μέρος en una mandíbula desencajada, Hp.Art.34, ἐρείσαντά κῃ τὴν χεῖρα κατὰ λαγόνα εἰσωθεῖν apoyando en algún punto del costado la mano debes presionar Aret.SD 2.1.5
forzar, intentar por la fuerza κατὰ τῆς σύριγγος εἰσωθεῖς βίᾳ εἰσελθεῖν Hippiatr.Lugd.145.
2 introducir, meter haciendo presión, c. giro prep. (τὸν κάπρον) εἰς χίονα πολλήν Apollod.2.5.4, τὴν κεφαλὴν ἐς τὴν φάρυγγα (τοῦ θηρίου) Philostr.l.c., ῥάβδον παχεῖαν ... διὰ τῆς ἕδρας Thdt.l.c., παρ' αὐτὰς ἔνδον τὰς στάλικας Lib.Descr.10.4
fig. διὰ τῆς ἀληθείας ... τὴν αἰχμὴν εἰσωθοῦντι Gr.Nyss.Trin.4.6
c. pron. refl. πρὸς τὴν ἱερωσύνην ἑαυτὸν εἰσωθοῦντα Gr.Nyss.V.Mos.130.13, ἑαυτὸν εἰσωθεῖ εἰς τοὺς κινδύνους Chrys.M.60.331, τῆς ψυχῆς ἔνδον ἑαυτὴν εἰσωθούσης cuando el alma se interioriza a sí misma Chrys.M.58.532, cf. M.47.492, en v. pas. τὸ τρῆμα, δι' οὗ ὁ ἀὴρ εἰσωθεῖται Hero Spir.1.11.

Greek Monotonic

εἰσωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω με δύναμη μέσα, — Μέσ., πιέζω τον εαυτό μου πάνω σε, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -ωθήσω fut. -ώσω,
to thrust into:—Mid. to press in, Xen.