χρυσεῖον: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσεῖον:''' τό ([[χρυσός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εργαστήριο]] χρυσοχόου, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταλλείο]] χρυσού, σε πληθ., <i>χρυσεῖα</i>, χρυσωρυχεία, σε Ξεν. | |lsmtext='''χρῡσεῖον:''' τό ([[χρυσός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εργαστήριο]] χρυσοχόου, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταλλείο]] χρυσού, σε πληθ., <i>χρυσεῖα</i>, χρυσωρυχεία, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσεῖον:''' τό преимущ. pl. золотой рудник Xen. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A gold-mine, Plb.34.10.10: pl. χρυσεῖα gold-mines, X. HG4.8.37, Plb.3.57.3, etc.: gen. pl. written χρυσέων, PSI6.601.10 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1379] τό, 1) Goldgrube, Goldbergwerk, Pol. 34, 10, 10; gew. im plur., χρυσείων μετάλλων Thuc. 4, 105; Xen. Hell. 4, 8,37. 5, 2,12; Pol. 3, 57, 3. – 2) Werkstätte eines Goldarbeiters, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεῖον: τό, ἐργαστήριον χρυσοχόου, Στράβ. 146. ΙΙ. μεταλλεῖον χρυσοῦ (ἴδε ἐν λέξ. χρύσεος Ι. 2), Πολύβ. 34. 10, 10· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χρυσεῖα, χρυσωρυχεῖα, μεταλλεῖα χρυσοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 37, Πολύβ. 3. 57, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mine d’or.
Étymologie: χρυσός.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. χρυσέον, τὸ, Α
1. εργαστήριο χρυσοχόου
2. χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντ-εῖον)].
Greek Monotonic
χρῡσεῖον: τό (χρυσός)·
I. εργαστήριο χρυσοχόου, σε Στράβ.
II. μεταλλείο χρυσού, σε πληθ., χρυσεῖα, χρυσωρυχεία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεῖον: τό преимущ. pl. золотой рудник Xen. etc.