λεπράς: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεπράς:''' -[[άδος]], ἡ, ποιητ. θηλ. του [[λεπρός]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''λεπράς:''' -[[άδος]], ἡ, ποιητ. θηλ. του [[λεπρός]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπράς:''' άδος (ᾰδ) adj. f шероховатая, бугристая ([[πέτρα]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ, poet. fem. of λεπρός,
A rough, λεπρὰς πέτρα Theoc.1.40, cf. Opp.H.1.129.
German (Pape)
[Seite 30] άδος, ἡ, poet. fem. zu λεπρός, πέτρα, Theocr. 1, 40, ein rauher Fels; auch subst., χθαμαλαὶ ψαμαθώδεις λεπράδες, Hügel, Opp. Hal. 1, 129.
Greek (Liddell-Scott)
λεπράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ λεπρός, τραχύς, λεπρὰς πέτρα Θεόκρ. 1. 40· ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ. λέπρα, ἡ, πέτρα ἀπόκρημνος, βράχος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 129.
Greek Monolingual
λεπράς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. λεπρός.
Greek Monotonic
λεπράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του λεπρός, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λεπράς: άδος (ᾰδ) adj. f шероховатая, бугристая (πέτρα Theocr.).