ῥινηλατέω: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥῑνηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ιχνηλατώ]], [[βρίσκω]] τα ίχνη μέσω της όσφρησης, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ῥῑνηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ιχνηλατώ]], [[βρίσκω]] τα ίχνη μέσω της όσφρησης, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥῑνηλᾰτέω:''' разнюхивать, выслеживать ([[ἴχνος]] τινός Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 1 January 2019
English (LSJ)
A track by scent, ἴχνος κακῶν ῥ. A.Ag.1185, cf. S.Ichn.88, Ph.1.628, Longus 2.13.
German (Pape)
[Seite 844] durch die Nase od. den Geruch spüren, wittern, eigentlich vom Hunde, Poll. 2, 74. – Uebh. aufsuchen, forschen, spähen, ἴχνος κακῶν Aesch. Spt. 1158.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνηλᾰτέω: ἰχνηλατῶ διὰ τῆς ῥινός, διὰ τῆς ὀσφρήσεως, ἴχνος κακῶν ῥ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1185· ῥ. ἐκ τῆς ὀδμῆς Κλήμ. Ἀλ. 210, πρβλ. Φίλωνα 1. 628, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suivre en flairant la piste.
Étymologie: ῥίς, ἐλαύνω.
Greek Monotonic
ῥῑνηλᾰτέω: μέλ. -ήσω, ιχνηλατώ, βρίσκω τα ίχνη μέσω της όσφρησης, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑνηλᾰτέω: разнюхивать, выслеживать (ἴχνος τινός Aesch.).