κρεοκοπέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(5)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεοκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κόβω]] σε κομμάτια, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''κρεοκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κόβω]] σε κομμάτια, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κρεοκοπέω [κρεοκόπος] fijn hakken.
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοκοπέω Medium diacritics: κρεοκοπέω Low diacritics: κρεοκοπέω Capitals: ΚΡΕΟΚΟΠΕΩ
Transliteration A: kreokopéō Transliteration B: kreokopeō Transliteration C: kreokopeo Beta Code: kreokope/w

English (LSJ)

   A cut up like meat: hence, hack in pieces, κ. δυστήνων μέλη A.Pers.463; μέλη ξένων E.Cyc.359 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεοκοπέω: κόπτω εἰς τεμάχια τὰ κρέατα, κρεουργῶ, κρ. δυστήνων μέλη Αἰσχύλ. Πέρσ. 463· μέλη ξένων Εὐρ. Κύκλ. 359· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper de la chair ou de la viande en morceaux, dépecer.
Étymologie: κρεοκόπος.

Greek Monotonic

κρεοκοπέω: μέλ. -ήσω, κόβω σε κομμάτια, σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοκοπέω [κρεοκόπος] fijn hakken.