εὐρύπεδος: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐρύπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), [[ευρύχωρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐρύπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), [[ευρύχωρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρύπεδος:''' широко раскинувшийся, обширный ([[γαῖα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with broad surface, spacious, γαῖα Lyr.Adesp.138.3, AP7.748 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1095] mit breiter Ebene, γαῖα, poet. bei Plat. ep. I, 310 a; Antp. Sid. 31 (VII, 748); ἀλωή Opp. H. 1, 192.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύπεδος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν ἐπιφάνειαν, εὐρύς, εὐρύχωρος, γαῖα Ἀνθ. Π. 7. 748.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au vaste sol.
Étymologie: εὐρύς, πέδον.
Greek Monolingual
εὐρύπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρεία επιφάνεια, ο ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -πεδος (< πεδον «έδαφος») πρβλ. βαθύ-πεδος, επί-πεδος)].
Greek Monotonic
εὐρύπεδος: -ον (πέδον), ευρύχωρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρύπεδος: широко раскинувшийся, обширный (γαῖα Anth.).