ἀξιοκοινώνητος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιοκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), [[άξιος]] της παρέας κάποιου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀξιοκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), [[άξιος]] της παρέας κάποιου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξιοκοινώνητος:''' <b class="num">1)</b> достойный общения (διάκονοι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> достойный участвовать (τοῦ ξυλλόγου Plat.).
}}
}}

Revision as of 14:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιοκοινώνητος Medium diacritics: ἀξιοκοινώνητος Low diacritics: αξιοκοινώνητος Capitals: ΑΞΙΟΚΟΙΝΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: axiokoinṓnētos Transliteration B: axiokoinōnētos Transliteration C: aksiokoinonitos Beta Code: a)ciokoinw/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A worthy of our society, Pl.R.371e; worthy to share in, τοῦ συλλόγου Lg.961a.

German (Pape)

[Seite 269] des Umgangs werth; werth, zur Theilnahme zugelassen zu werden, Plat. Re P. II, 371 e Legg. XII, 961 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοκοινώνητος: -ον, ὁ ἄξιος τῆς κοινωνίας, τινὸς Πλάτ. Πολ. 371Ε, Νόμ. 961Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être fréquenté.
Étymologie: ἄξιος, κοινωνέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 digno de la comunidad, ἄλλοι διάκονοι Pl.R.371e.
2 digno de participar en τοῦ συλλόγου Pl.Lg.961a.

Greek Monolingual

ἀξιοκοινώνητος, -ον (Α)
όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀξιοκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), άξιος της παρέας κάποιου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοκοινώνητος: 1) достойный общения (διάκονοι Plat.);
2) достойный участвовать (τοῦ ξυλλόγου Plat.).