ἀπατιμάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπᾰτῑμάζω:''' = το επόμ.· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἀπητιμασμένος</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀπᾰτῑμάζω:''' = το επόμ.· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἀπητιμασμένος</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπατῑμάζω:''' бесчестить, позорить ([[ὑπό]] τινος ἀπητιμασμένος Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
= sq.,
A ἀπητιμασμένη A.Eu.95.
German (Pape)
[Seite 282] = folgd., ἀπητιμασμένη Aesch. Eum. 95.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰτῑμάζω: τῷ ἑπομ., ἀπητιμασμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 95.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ἀπητιμασμένος;
déshonorer, outrager.
Étymologie: ἀπό, ἀτιμάζω.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰτῑμάζω) deshonrar totalmente ὑφ' ὑμῶν ... ἀπητιμασμένη A.Eu.95.
Greek Monolingual
ἀπατιμάζω κ. ἀπατιμῶ (-άω) (Α)
εξευτελίζω, ατιμάζω.
Greek Monotonic
ἀπᾰτῑμάζω: = το επόμ.· μτχ. Παθ. παρακ. ἀπητιμασμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπατῑμάζω: бесчестить, позорить (ὑπό τινος ἀπητιμασμένος Aesch.).