ἀπαναισχυντέω: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαναισχυντέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀναίσχυντος]])·<br /><b class="num">I.</b> έχω την [[αναισχυντία]], την [[αναίδεια]] να πράξω ή να εκστομίσω [[κάτι]].<br /><b class="num">II.</b> [[αρνούμαι]], [[αποποιούμαι]] επαίσχυντα, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀπαναισχυντέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀναίσχυντος]])·<br /><b class="num">I.</b> έχω την [[αναισχυντία]], την [[αναίδεια]] να πράξω ή να εκστομίσω [[κάτι]].<br /><b class="num">II.</b> [[αρνούμαι]], [[αποποιούμαι]] επαίσχυντα, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαναισχυντέω:''' бесстыдно утверждать, нагло заявлять Plat., Dem.
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαναισχυντέω Medium diacritics: ἀπαναισχυντέω Low diacritics: απαναισχυντέω Capitals: ΑΠΑΝΑΙΣΧΥΝΤΕΩ
Transliteration A: apanaischyntéō Transliteration B: apanaischynteō Transliteration C: apanaischynteo Beta Code: a)panaisxunte/w

English (LSJ)

   A behave with effrontery, c. acc. cogn., ἀ. τοῦτο Pl. Ap.31b; c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5: abs., D.29.20, cf. 54.33; put away shame, Hld.8.5.

German (Pape)

[Seite 277] unverschämt genug sein, um zu.., sequ. ὡς, Plat. Apol. 31 b; absolut, Dem. 29, 20, unverschämt auffahren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαναισχυντέω: ἔχω τὴν ἀναίδειαν νὰ εἴπω ἢ πράξω τι, τοῦτο οὐχ οἷοι τε ἐγένοντο ἀπαναισχυντῆσαι ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 31C. ΙΙ. ἀρνοῦμαι ἀναισχύντως, Δημ. 850. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
nier impudemment.
Étymologie: ἀπό, ἀναισχυντέω.

Spanish (DGE)

no tener vergüenza de τοῦτο Pl.Ap.31b
c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5
c. ac. int. ἀ. καλὴν ἀναισχυντίαν sentir una sana falta de vergüenza Chrys.M.58.520
abs. comportarse desvergonzadamente D.29.20, 54.33, D.C.45.27.3
en aor., abs. perder la vergüenza LXX Ie.3.3.

Greek Monotonic

ἀπαναισχυντέω: μέλ. -ήσω (ἀναίσχυντος
I. έχω την αναισχυντία, την αναίδεια να πράξω ή να εκστομίσω κάτι.
II. αρνούμαι, αποποιούμαι επαίσχυντα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαναισχυντέω: бесстыдно утверждать, нагло заявлять Plat., Dem.