ἀντίφθογγος: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίφθογγος:''' -ον, λέγεται για αντίστοιχο, ανταποκρινόμενο ήχο, [[μιμητικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀντίφθογγος:''' -ον, λέγεται για αντίστοιχο, ανταποκρινόμενο ήχο, [[μιμητικός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίφθογγος:''' отзывающийся в ответ, откликающийся Pind., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of answering sound, concordant, c. gen., Pi.Fr.125; imitative, AP7.191 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 263] 1) widerhallend, ψαλμός Pind. frg. 91; Archi. 28 (VII, 191). – 2) dagegen tonend?
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίφθογγος: -ον, ὁ ἔχων ἦχον ἀνταποκρινόμενον, σύμφωνος, ψαλμὸν ἀντίφθογγον Πινδ. Ἀποσπ. 91· Ἀποσπ. 91· μιμητικός, Ἀνθ. Π. 7. 191. II. ὁ ἔχων ἐναντίον ἦχον, ἀντίθετος, ἐναντίος, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui renvoie le son.
Étymologie: ἀντιφθέγγομαι.
English (Slater)
ἀντίφθογγος
1 answering the voice ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος (contra R.-E., s. v. Lyra, “was — sich eben auf das Spiel in Oktaven bezieht”) fr. 125. 3.
Spanish (DGE)
-ον
1 de sonidos que responde c. gen. ψαλμὸν ἀ. ὑψηλᾶς ... πακτίδος Pi.Fr.125
•que imita el sonido de c. dat., de un pájaro AP 7.191 (Arch.)
•abs. ἀ. ὕμνον συμφώνως τῷ ὑπερμάχῳ Θεῷ un himno antifonal acorde con el Dios campeón Meth.Res.1.56 (p.174.1).
2 de sonido contrario o diferente νέα ψαλτήρια καὶ ἀντίφθογγα τῷ Δαβίδ Gr.Naz.M.37.193A.
Greek Monolingual
ἀντίφθογγος, -ον (AM)
μσν.
ο ασύμφωνος, ο αντιφατικός
αρχ.
αυτός που ανταποκρίνεται ή βρίσκεται σε αρμονική σχέση με τον ήχο.
Greek Monotonic
ἀντίφθογγος: -ον, λέγεται για αντίστοιχο, ανταποκρινόμενο ήχο, μιμητικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίφθογγος: отзывающийся в ответ, откликающийся Pind., Anth.