ἀποθεώρησις: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποθεώρησις:''' -εως, ἡ, σοβαρή [[εξέταση]], σπουδαία [[έρευνα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀποθεώρησις:''' -εως, ἡ, σοβαρή [[εξέταση]], σπουδαία [[έρευνα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποθεώρησις:''' εως ἡ наблюдение, созерцание Plut., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A serious contemplation, Plu.Pel.25; wide view, τόπος τὴν ἀ. πανταχόθεν εὐφυής D.S.19.38.
German (Pape)
[Seite 303] ἡ, das Sehen in die Ferne, D. Sic.; τοῦ βίου, Betrachtung, Plut. Pelop. 25, oft.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθεώρησις: -εως, ἡ, σοβαρά, σπουδαία θεώρησις, ἔρευνα, ἐξέτασις, Πλουτ. Πελοπ. 25, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’observer, de viser, d’avoir un rapport direct avec.
Étymologie: ἀποθεωρέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 ref. a la percepción sensible observación τόπον ... πρὸς τὴν ἀ. πανταχόθεν εὐφυῆ D.S.19.38.
2 ref. a la percepción intelectual observación, consideración τοῦ βίου Plu.Pel.25, τῶν ἀλόγων ζῷων Plu.2.1045b.
Greek Monolingual
ἀποθεώρησις, η (Α)
η προσεκτική εξέταση.
Greek Monotonic
ἀποθεώρησις: -εως, ἡ, σοβαρή εξέταση, σπουδαία έρευνα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθεώρησις: εως ἡ наблюдение, созерцание Plut., Diod.