ἀπομαντεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομαντεύομαι:''' αποθ., [[εξαγγέλλω]], [[προλέγω]] ως [[προφήτης]], [[προφητεύω]], [[προαγγέλλω]], <i>τὸ [[μέλλον]] ἥξειν</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπομαντεύομαι:''' αποθ., [[εξαγγέλλω]], [[προλέγω]] ως [[προφήτης]], [[προφητεύω]], [[προαγγέλλω]], <i>τὸ [[μέλλον]] ἥξειν</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπομαντεύομαι:''' прорицать, предсказывать (τι Plat.).
}}
}}

Revision as of 17:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομαντεύομαι Medium diacritics: ἀπομαντεύομαι Low diacritics: απομαντεύομαι Capitals: ΑΠΟΜΑΝΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: apomanteúomai Transliteration B: apomanteuomai Transliteration C: apomanteyomai Beta Code: a)pomanteu/omai

English (LSJ)

   A divine by instinct, presage, τὸ μέλλον ἥξειν Pl.R.516d; τι εἶναι ib.505e; τρίτον ἀ. τι τὸ ὄν Id.Sph.250c, cf. Plot.5.5.12, Jul. Or.4.149c.

German (Pape)

[Seite 314] Dep. med., woraus ahnen, vermuthen, Plat. Lys. 216 d Soph. 205 c u. öfter; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομαντεύομαι: ἀποθ. προαγγέλλω ὡς προφήτης, προλέγω, προφητεύω, τὸ μέλλον ἥξειν Πλάτ. Πολ. 516D· τι εἶναι αὐτόθι 505Ε· ὡς τρίτον ἀπ. τι τὸ ὄν ὁ αὐτ. Σοφ. 250C. Τὸ οὐσιαστ. ἀπομάντευμα, Ἱππ. Ἐπιστ. 4.

French (Bailly abrégé)

conjecturer ; prédire.
Étymologie: ἀπό, μαντεύω.

Spanish (DGE)

1 presagiar, intuir, adivinar c. ac. u or. complet. τὸ μέλλον ἥξειν Pl.R.516d, cf. 505e, ὥσπερ ἀπομεμαντευμένα, ὡς ἄνευ αὐτοῦ οὐ δύναται εἰδέναι Plot.5.5.12, τοῦτο Ὅμηρος ... ἀπεμαντεύσατο Iul.Or.11.149c
c. doble ac. τρίτον ... τι τὸ ὄν Pl.Sph.250c
abs., Pl.Ly.216d
c. gen. τῆς διανοίας αὐτοῦ Gal.13.473, τῆς γνώμης αὐτοῦ Gal.15.204.
2 hablar irracionalmente, desvariar πολλὰ καὶ δεινά D.C.59.9.3, καὶ ἀπομαντευόμενος λέγεις ὅ τι ἄν σοι ἐπὶ θυμὸν ἔλθοι Iust.Phil.Dial.9.1, cf. Didym.M.39.984B.

Greek Monolingual

ἀπομαντεύομαι (Α)
προλέγω, προφητεύω.

Greek Monotonic

ἀπομαντεύομαι: αποθ., εξαγγέλλω, προλέγω ως προφήτης, προφητεύω, προαγγέλλω, τὸ μέλλον ἥξειν, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομαντεύομαι: прорицать, предсказывать (τι Plat.).