ἐπιπλαταγέω: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπλᾰτᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]] χτυπώντας τα χέρια, <i>τινί</i>, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἐπιπλᾰτᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]] χτυπώντας τα χέρια, <i>τινί</i>, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπλᾰτᾰγέω:''' шумно хлопать, аплодировать (τοῖς ἐπεπλατάγησα Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A appland by clapping, τινί Theoc.9.22; χεῖρας Epic. Alex.Adesp.2.72.
German (Pape)
[Seite 970] zuklatschen, Theocr. 9, 22; Schol. τὰς χεῖρας συγκροτεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλᾰτᾰγέω: ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω κροτῶν τὰς χεῖρας, μετὰ δοτ. τοῖς μὲν ἐπεπλατάγησα, «ἤγουν ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις τὰς χεῖρας συνεκρότησα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 9. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
applaudir bruyamment.
Étymologie: ἐπί, πλαταγέω.
Greek Monotonic
ἐπιπλᾰτᾰγέω: μέλ. -ήσω, επικροτώ, επιδοκιμάζω χτυπώντας τα χέρια, τινί, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπλᾰτᾰγέω: шумно хлопать, аплодировать (τοῖς ἐπεπλατάγησα Theocr.).