ἔκτοσε: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκτοσε:''' επίρρ., προς τα έξω· με γεν., έξω από, [[εκτός]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἔκτοσε:''' επίρρ., προς τα έξω· με γεν., έξω από, [[εκτός]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκτοσε:''' praep. [[cum]] gen. из ([[ἐκβαλεῖν]] ἔ. χειρός Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A outwards: c. gen., out of, ἔκτοσε χειρός Od.14.277.
German (Pape)
[Seite 782] heraus; δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός Od. 14, 277.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτοσε: ἐπίρρ. ἔξω, ἐκτός, μετὰ γεν., δόρυ δ’ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρὸς Ὀδ. Ξ. 277.
French (Bailly abrégé)
adv.
hors de, gén. avec idée de mouvement.
Étymologie: ἐκτός, -σε.
English (Autenrieth)
out of, w. gen., Od. 14.277†.
Spanish (DGE)
1 adv. hacia afuera Hdn.Gr.1.499.
2 prep. de gen. de, fuera de δόρυ δ' ἔκβαλον ἔ. χειρός solté de mi mano la lanza, Od.14.277.
Greek Monolingual
ἔκτοσε (Α)
επίρρ. έξω, εκτός (με γεν.) («δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός», Οδ. ξ).
Greek Monotonic
ἔκτοσε: επίρρ., προς τα έξω· με γεν., έξω από, εκτός, σε Ομήρ. Οδ.