ἀπόφονος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόφονος:''' -ον (*[[φένω]]), [[φόνος]] [[ἀπόφονος]], [[άτοπος]], [[παράδοξος]] [[φόνος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπόφονος:''' -ον (*[[φένω]]), [[φόνος]] [[ἀπόφονος]], [[άτοπος]], [[παράδοξος]] [[φόνος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόφονος:''' (об убийстве) противоестественный, вопиющий ([[φόνος]], [[αἷμα]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόφονος Medium diacritics: ἀπόφονος Low diacritics: απόφονος Capitals: ΑΠΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: apóphonos Transliteration B: apophonos Transliteration C: apofonos Beta Code: a)po/fonos

English (LSJ)

ον, φόνος, αἷμα ἀ.,

   A unnatural murder, E.Or.163,192 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 335] φόνος, ungerechter, widernatürlicher Mord, Eur. Or. 163; αἷμα 189.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόφονος: -ον, (*φένω), ἀπόφονος φόνος, ἄτοπος φόνος, Εὐρ. Ὀρ. 163· ἀπόφονον αἷμα αὐτόθι 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui diffère d’un meurtre ordinaire ; ἀπόφονον αἷμα EUR meurtre contre nature.
Étymologie: ἀπό, φόνος.

Spanish (DGE)

-ον
distinto a una muerte corriente ἀ. φόνος una muerte criminal E.Or.162, ἀ. αἷμα un crimen monstruoso E.Or.192.

Greek Monolingual

ἀπόφονος, -ον (Α)
φρ. «φόνος ἀπόφονος» — άδικος φόνος.

Greek Monotonic

ἀπόφονος: -ον (*φένω), φόνος ἀπόφονος, άτοπος, παράδοξος φόνος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόφονος: (об убийстве) противоестественный, вопиющий (φόνος, αἷμα Eur.).