ἀπογεύω: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπογεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δίνω]] μια μικρή [[ποσότητα]] φαγητού ή ποτού σε κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., [[γεύομαι]] [[κάτι]], [[δοκιμάζω]] τη [[γεύση]] του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀπογεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δίνω]] μια μικρή [[ποσότητα]] φαγητού ή ποτού σε κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., [[γεύομαι]] [[κάτι]], [[δοκιμάζω]] τη [[γεύση]] του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπογεύω:''' <b class="num">1)</b> давать пробовать ([[μέρος]] [[ὅσον]] ἀπογεῦσαι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> med. пробовать, отведывать (τινος Plat., Xen., Polyb., Plut., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A give one a taste of, AP4.3.39 (Agath.); opp. ἀποπληρόω, Herod.Med. ap. Orib.5.30.21. II Med., take a taste of, σιτίων Hp.Epid.7.2, cf. Pl.R.354b, Tht.157d, X.Cyr.1.3.4, Plb.3.57.8; ἑκάστου μικρὸν ἀ. Eub.42, cf. Antiph.326: metaph., ἐλπίδος Ph.2.338.
French (Bailly abrégé)
faire goûter à;
Moy. ἀπογεύομαι goûter à ou de, gén..
Étymologie: ἀπό, γεύω.
Spanish (DGE)
1 tr. en v. act. dar a probar abs. c. ac. de pers. αὐτούς Herod.Med. en Orib.5.30.21
•c. ac. de cosa σμικρὸν ἐξάγω μέρος, ὅσον ἀπογεῦσαι AP 4.3.39 (Agath.).
2 gener. intr. en v. med. probar, gustar de c. gen. σιτίων Hp.Epid.7.2, τοῦ ἀεὶ παραφερομένου Pl.R.354b, βρωμάτων X.Cyr.1.3.4, πάντων ... τῶν παρακειμένων Plb.3.57.8, ἑκάστου Eub.42 (cj.), σαρκῶν Antiph.326, cf. Theopomp.Hist.270, ἀκράτου Plu.2.672a, σπλάγχνων Ath.23e, cf. Aristaenet.2.18.20, Agath.2.3.7, μιαρῶν ... τροφῶν LXX 4Ma.4.26
•fig. τῶν σοφῶν Pl.Tht.157c, ἐλπίδος Ph.2.338, τοῦ πνεύματος Philostr.Im.1.20, ὑείων LXX 4Ma.5.6
•c. ac. y gen. τῶν παρακειμένων ἕκαστον ἀπογεύονται Luc.Am.42
•abs. ὅταν μέλλῃς ἀπογεύεσθαι, ἀλέχτορα θῦσον PMag.13.378, 379, cf. Longus 1.17.
Greek Monotonic
ἀπογεύω: μέλ. -σω, δίνω μια μικρή ποσότητα φαγητού ή ποτού σε κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., γεύομαι κάτι, δοκιμάζω τη γεύση του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογεύω: 1) давать пробовать (μέρος ὅσον ἀπογεῦσαι Anth.);
2) med. пробовать, отведывать (τινος Plat., Xen., Polyb., Plut., Luc.).