ἀπότευξις: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπότευξις:''' -εως, ἡ (ἀπο-[[τυγχάνω]]), [[αποτυχία]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπότευξις:''' -εως, ἡ (ἀπο-[[τυγχάνω]]), [[αποτυχία]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπότευξις:''' εως ἡ неудача, провал, крушение Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A miscarriage, failure, Pl.Ax.368d, Phld.Mus.p.14K.(pl.); ἐλπίδος Plu.Galb.23; of an electoral defeat, Id.Mar.5.
German (Pape)
[Seite 330] ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότευξις: -εως, ἡ, ἀποτυχία, Πλάτ. Ἀξ. 368C· ἐλπίδος Πλουτ. Γάλβ. 23: - ἀποτευκτικός, ή, όν, προξενῶν ἀποτυχίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6 καὶ 26, 14: - ἀποτευκτέω, = ἀποτυγχάνω, Φώτ., ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 395.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
échec, insuccès.
Étymologie: ἀποτυγχάνω.
Greek Monolingual
ἀπότευξις, η (Α) αποτυγχάνω
αποτυχία.
Greek Monotonic
ἀπότευξις: -εως, ἡ (ἀπο-τυγχάνω), αποτυχία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότευξις: εως ἡ неудача, провал, крушение Plat., Plut.