ἀργυρεύω: Difference between revisions
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀργῠρεύω:''' μέλ. του <i>-σω</i>, [[σκάβω]] για να βρω [[ασήμι]], σε Στράβ. | |lsmtext='''ἀργῠρεύω:''' μέλ. του <i>-σω</i>, [[σκάβω]] για να βρω [[ασήμι]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀργῠρεύω:''' добывать серебро Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A dig for silver, D.S.5.36, Str.3.2.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρεύω: σκάπτω πρὸς εὕρεσιν ἀργύρου, Διόδ. 5. 30, Στράβ. 147.
French (Bailly abrégé)
exploiter une mine d’argent.
Étymologie: ἄργυρος.
Spanish (DGE)
explotar minas de plata Posidon.239, D.S.5.36.
Greek Monolingual
ἀργυρεύω, (Α) άργυρος
σκάβω για να βρω άργυρο.
Greek Monotonic
ἀργῠρεύω: μέλ. του -σω, σκάβω για να βρω ασήμι, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρεύω: добывать серебро Diod.