αὐτόνοος: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτόνοος:''' -ον, συνηρ. <i>-[[νους]]</i>, <i>-ουν</i>, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]], [[ισχυρογνώμων]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''αὐτόνοος:''' -ον, συνηρ. <i>-[[νους]]</i>, <i>-ουν</i>, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]], [[ισχυρογνώμων]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτόνοος:''' стяж. [[αὐτόνους]] 2 своенравный, упрямый ([[γνώμα]] Aesch. - v. l. к [[ἴδιος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. αὐτό-νους, ουν, of the Phaeacian ships,
A instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ ἰδίᾳ γνώμᾳ, ὅπερ παραβιάζει τὸ μέτρον. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ἅπερ καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.
Étymologie: αὐτός, νόος.
Spanish (DGE)
-ον
que está dotado de inteligencia νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32
•que es todo inteligencia νοῦς Tz.Comm.Ar.1.169.1.
Greek Monotonic
αὐτόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση, ισχυρογνώμων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόνοος: стяж. αὐτόνους 2 своенравный, упрямый (γνώμα Aesch. - v. l. к ἴδιος).