βουλευμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βουλευμάτιον:''' τό, υποκορ. του προηγ., σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βουλευμάτιον:''' τό, υποκορ. του προηγ., σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουλευμάτιον:''' τό маленький план, мыслишка (βουλευμάτια καὶ γνωμίδια Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Ar.Eq.100.
German (Pape)
[Seite 457] τό, dim. zum vor., Ar. Equ. 100.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 100.
Spanish (DGE)
-ου, τό dim. de βούλευμα planecito Ar.Eq.100.
Greek Monolingual
βουλευμάτιον, το (Α) βούλευμα
βούλευμα.
Greek Monotonic
βουλευμάτιον: τό, υποκορ. του προηγ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βουλευμάτιον: τό маленький план, мыслишка (βουλευμάτια καὶ γνωμίδια Arph.).