ἀποσφακελίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσφᾰκελίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πεθαίνω]] εξαιτίας της απονέκρωσης των μελών μου από [[γάγγραινα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> καταλαμβάνομαι από σφαδασμούς, [[σφαδάζω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποσφᾰκελίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πεθαίνω]] εξαιτίας της απονέκρωσης των μελών μου από [[γάγγραινα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> καταλαμβάνομαι από σφαδασμούς, [[σφαδάζω]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσφᾰκελίζω:''' <b class="num">1)</b> заболевать сухой гангреной Her.;<br /><b class="num">2)</b> страдать падучей болезнью Plut.
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσφᾰκελίζω Medium diacritics: ἀποσφακελίζω Low diacritics: αποσφακελίζω Capitals: ΑΠΟΣΦΑΚΕΛΙΖΩ
Transliteration A: aposphakelízō Transliteration B: aposphakelizō Transliteration C: aposfakelizo Beta Code: a)posfakeli/zw

English (LSJ)

   A to have one's limbs frost-bitten and mortified, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀ. Hdt.4.28, cf. Ar.Fr.424.    II fall into convulsions, Plu.Lyc.16.

German (Pape)

[Seite 328] den kalten Brand, erfrorne Glieder bekommen, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες Her. 4, 28; Plut. Lyc. 16; val. B. A. 422, wo es aus Ar. auch ἀπεσπάσθη erkl. wird.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσφᾰκελίζω: ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ ἀποθνήσκω, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. σφάκελος.

French (Bailly abrégé)

1 se gangrener;
2 être épileptique.
Étymologie: ἀπό, σφακελίζω.

Spanish (DGE)

(ἀποσφᾰκελίζω) 1 padecer gangrena por congelación ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Hdt.4.28, s. cont. en Ar.Fr.436.
2 sufrir convulsiones Plu.Lyc.16.

Greek Monolingual

ἀποσφακελίζω (Α)
1. παθαίνω κρυοπαγήματα και απονεκρώνονται τα μέλη μου
2. καταλαμβάνομαι ή κατέχομαι από σπασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + σφακελίζω «υποφέρω από γάγγραινα»].

Greek Monotonic

ἀποσφᾰκελίζω: μέλ. -σω·
I. πεθαίνω εξαιτίας της απονέκρωσης των μελών μου από γάγγραινα, σε Ηρόδ.
II. καταλαμβάνομαι από σφαδασμούς, σφαδάζω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσφᾰκελίζω: 1) заболевать сухой гангреной Her.;
2) страдать падучей болезнью Plut.