σφακελίζω

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰκελίζω Medium diacritics: σφακελίζω Low diacritics: σφακελίζω Capitals: ΣΦΑΚΕΛΙΖΩ
Transliteration A: sphakelízō Transliteration B: sphakelizō Transliteration C: sfakelizo Beta Code: sfakeli/zw

English (LSJ)

A suffer from σφάκελος, to be gangrened, mortify, ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη Hdt.3.66; σφακελίσαντος τοῦ μηροῦ καὶ σαπέντος Id.6.136, cf. Pl.Ti.74b,84b, Arist.HA519b6; of the eyes, LXX Le.26.16, De.28.32: also in Pass., ὁκόσοισιν ἂν σφακελισθῇ ὁ ἐγκέφαλος Hp.Aph.7.50, cf. Morb.2.5 (v.l.).
2 of the effect of severe cold on single limbs, to be frost-bitten, D.H.12.8.
3 of plants and trees, to be blighted, Arist.Juv.470a31, Thphr.HP4.14.4, etc.
II to have spasms or have convulsions, ἀπορεῖν καὶ σ. τῷ δεινῷ Cratin.342, cf. Pherecr.80.

French (Bailly abrégé)

être atteint d'une gangrène sèche, se gangrener, se carier.
Étymologie: σφάκελος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφακελίζω [σφάκελος] act. en pass. met dezelfde bet. aangetast worden door gangreen of koudvuur, afsterven:. σφακελίσαντος … τοῦ μηροῦ καὶ σαπέντος toen zijn dijbeen was afgestorven en was gaan rotten Hdt. 6.136.3.

German (Pape)

bei den Attikern gew. σφακελίζομαι, an einer Entzündung leiden, den Beinfraß, den kalten Brand haben, wegfaulen; ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη, Her. 3.66; σφακελίσαντος τοῦ μηροῦ καὶ σαπέντος, 6.136; Plat. Tim. 74b, 84b; auch von der Wirkung heftiger Kälte, erfrieren, Dion.Hal. Epit. 12.8. – Von Bäumen = brandig sein, Theophr. – Übh. heftigen Schmerz empfinden, sich unruhig hin- und herwerfen, sich krampfhaft bewegen, wie σφαδάζω, Sp.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰκελίζω:
1 быть пораженным сухой гангреной, страдать костоедой Plat., Arst.: σφακελίσαντος τοῦ μηροῦ τελευτᾷ Her. от гангрены бедра (Мильтиад) умер;
2 (о растениях), чахнуть, засыхать, Arst.

Greek Monolingual

ΝΑ σφάκελος (Ι)]
νεοελλ.
(το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο σφακελισμένος
ο διάβολος
αρχ.
1. πάσχω από σφάκελο, από γάγγραινα («ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη», Ηρόδ.)
2. αναισθητοποιούμαι από το ψύχος, ξεπαγιάζω
3. (για φυτά και δένδρα) ξεραίνομαι, καίγομαι, καταστρέφομαι («ὁ ἐρινεὸς οὔτε κραδᾷ οὔτε σφακελίζει», Θεόφρ.)
4. υποφέρω από σπασμούς.

Greek Monotonic

σφᾰκελίζω: πάσχω από γάγγραινα, υφίσταμαι απονέκρωση στα μέλη μου λόγω γάγγραινας· ἐσφακέλισε τὸ ὀστέον, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰκελίζω: πάσχω ἐκ σφακέλου, πάσχω γάγγραιναν, νεκροῦμαι, ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη Ἡρόδ. 3. 66· σφακελίσαντος τοῦ μηροῦ καὶ σαπέντος ὁ αὐτ. 6. 136, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 74Β, 84Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 2· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐσφακελίσθη ὁ ἐγκέφαλος Ἱππ. Ἀφ. 1260, πρβλ. 463, 10. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος δριμέος ψύχους ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, νεκροῦμαι ἐκ τοῦ ψύχους, «ξεπαγιάζω», Διον. Ἁλ. Ρωμ. Ἀρχ. Ἐπιτ. 12. 8. 3) ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, καταστρέφομαι, ξηραίνομαι, «καίομαι», Ἀριστ. π. Νεότητ. καὶ Γήρως 6, 3. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 4, κτλ. ΙΙ. καθόλου, ἔχω σπασμούς, κατέχομαι ὑπὸ σπασμωδικῶν κινήσεων, ὡς τὸ σφαδάζω, ἀπορεῖν καὶ σφ. τῷ δεινῷ Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 48, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 1. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφακελίζει· κρούει τοῖς ποσί. κινεῖ δεινῶς. ὀδυνᾶται. σπᾷ. διασπᾶται, ἀλγύνεται».

Middle Liddell

σφᾰκελίζω,
to be gangrened, ἐσφακέλισε τὸ ὀστέον Hdt.