ἀχρήματος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀχρήμᾰτος:''' -ον (χρήματα), αυτός που δεν έχει χρήματα ή μέσα, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀχρήμᾰτος:''' -ον (χρήματα), αυτός που δεν έχει χρήματα ή μέσα, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχρήμᾰτος:''' <b class="num">1)</b> не имеющий средств или денег, нуждающийся, бедный Aesch., Her., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> дешевый, скромный ([[δίαιτα]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without money or means, Hdt.1.89, Timocl.9.7; ἀ. τὴν πόλιν ποιεῖν Arist.Pol.1271b16; μήτ' ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς on the poor, A.Pers.167.
German (Pape)
[Seite 419] (χρῆμα), ohne Geld, arm, Aesch. Pers. 165; Her. 1, 89 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρήμᾰτος: -ον, ὁ στερούμενος χρημάτων ἢ μέσων, Ἡρόδ. 1. 89· ἀχρ. τὴν πόλιν ποιεῖν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 37· μήτ’ ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 167· πρβλ. ἀποχρήματος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans argent, pauvre;
2 qui ne cause pas de dépenses.
Étymologie: ἀ, χρῆμα.
Spanish (DGE)
(ἀχρήμᾰτος) -ον
pobre, sin dinero μήτ' ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς A.Pers.167, Πέρσαι ... εἰσὶ ἀχρήματοι Hdt.1.89, πόλις Arist.Pol.1271b16, cf. Plu.2.1125e, δίαιτα Plu.2.354a, cf. S.Fr.560, Poll.3.35.
Greek Monolingual
ἀχρήματος, -ον (Α)
ο χωρίς χρήματα.
Greek Monotonic
ἀχρήμᾰτος: -ον (χρήματα), αυτός που δεν έχει χρήματα ή μέσα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρήμᾰτος: 1) не имеющий средств или денег, нуждающийся, бедный Aesch., Her., Arst., Plut.;
2) дешевый, скромный (δίαιτα Plut.).