γόμφωμα: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γόμφωμα:''' -ατος, τό, αυτό που ασφαλίζεται, συνδέεται με καρφιά, ο «[[σκελετός]]», σε Πλούτ. | |lsmtext='''γόμφωμα:''' -ατος, τό, αυτό που ασφαλίζεται, συνδέεται με καρφιά, ο «[[σκελετός]]», σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γόμφωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> крепление (τὸ γ. διασπᾶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[γόμφος]] 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is fastened by bolts, frame-work, Plu.Marc.15. 2 = γόμφος, Id.2.321d, Longus 2.26. 3 metaph., κλειδῶν ἀχαλκεύτων γ. Vett. Val.334.11 (pl.).
German (Pape)
[Seite 501] τό, das durch γόμφοι Zusammengefügte, Verband des Schiffes, Long. past. 2, 26; der Schiffsbrücke, Plut. Marcell. 15; auch = γόμφος, fort. Rom. 9.
Greek (Liddell-Scott)
γόμφωμα: τό, τὸ διὰ γόμφων συμπηγνύμενον, τὸ σκελετόν, Πλούτ. Μαρκ. 15·― ἀλλὰ = γόμφος, ὁ αὐτ. 2. 321D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 pont d’un navire assujetti au moyen de chevilles;
2 cheville, clou.
Étymologie: γομφόω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 armadura, entramado constituido por piezas unidas con clavos τὸ γ. (τῆς μηχανῆς) διέσεισαν Plu.Marc.15.
2 plu. pernos, clavos, clavazón esp. de un barco γομφώμασι καὶ πρίοσι καὶ πελέκεσι Plu.2.321d, (δελφῖνες) ἔλυον τὰ γομφώματα Longus 2.26.2
•dientes de una llave, Vett.Val.320.32.
Greek Monolingual
το (AM γόμφωμα) γομφώ
ο σκελετός, το σκαρί
αρχ.
ο γόμφος.
Greek Monotonic
γόμφωμα: -ατος, τό, αυτό που ασφαλίζεται, συνδέεται με καρφιά, ο «σκελετός», σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γόμφωμα: ατος τό1) крепление (τὸ γ. διασπᾶν Plut.);
2) Plut. = γόμφος 1.