διαμισέω: Difference between revisions

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμῑσέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μισώ]] από καρδιάς, [[μισώ]] [[βαθιά]], σε Αριστ., Πλούτ.
|lsmtext='''διαμῑσέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μισώ]] από καρδιάς, [[μισώ]] [[βαθιά]], σε Αριστ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμῑσέω:''' глубоко ненавидеть (τι Arst.; [[νῆσος]] διαμεμισημένη Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμῑσέω Medium diacritics: διαμισέω Low diacritics: διαμισέω Capitals: ΔΙΑΜΙΣΕΩ
Transliteration A: diamiséō Transliteration B: diamiseō Transliteration C: diamiseo Beta Code: diamise/w

English (LSJ)

   A hate bitterly, Arist.Pol.1274a34, Ph.1.396, J.BJ4.5.4, Plu.Tim.35 (Pass.), Ant.Lib.12.2 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 590] von Grund aus hassen, Arist. Polit. 2, 12; Plut. Timol. 85 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαμῑσέω: μισῶ ἀπὸ καρδίας, πολύ, Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 8, Πλούτ. Τιμολ. 35.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir une haine profonde.
Étymologie: διά, μισέω.

Spanish (DGE)

odiar τὸν ἔρωτα τὸν τῆς μητρός Arist.Pol.1274a34, τὸ αὐστηρὸν καὶ περίσεμνον Ph.1.396, cf. 439, τὸ φονεύειν ἀνέδην I.BI 4.334, en v. pas. νῆσος ... διαμεμισημένη ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Plu.Tim.35, cf. I.BI 1.123, Ant.Lib.12.2.

Greek Monotonic

διαμῑσέω: μέλ. -ήσω, μισώ από καρδιάς, μισώ βαθιά, σε Αριστ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαμῑσέω: глубоко ненавидеть (τι Arst.; νῆσος διαμεμισημένη Plut.).