διαποικίλλω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαποικίλλω:''' μέλ. <i>-ῐλῶ</i>, [[ποικίλλω]] [[κάτι]], [[στολίζω]], [[διακοσμώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαποικίλλω:''' μέλ. <i>-ῐλῶ</i>, [[ποικίλλω]] [[κάτι]], [[στολίζω]], [[διακοσμώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαποικίλλω:''' <b class="num">1)</b> испещрять, расписывать ([[ὄρος]] διαπεποικιλμένον ἄνθεσιν Arst.; θυρεούς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> приукрашивать (πᾶσι τοῖς εἴδεσι τὴν ποίησιν Isocr.; ἀπάταις τὰ πολλὰ τοῦ πολέμου Plut.);<br /><b class="num">3)</b> составлять из разных частей (διαπεποικιλμένος ἔκ τινων Plat.).
}}
}}

Revision as of 18:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαποικίλλω Medium diacritics: διαποικίλλω Low diacritics: διαποικίλλω Capitals: ΔΙΑΠΟΙΚΙΛΛΩ
Transliteration A: diapoikíllō Transliteration B: diapoikillō Transliteration C: diapoikillo Beta Code: diapoiki/llw

English (LSJ)

   A variegate, adorn with variety, mostly metaph., τοῖς διαιτήμασι Hp.Vict.3.68; ποίησιν Isoc.9.9; literally, δ. τι ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ Plu.Sert.14:—Pass., μέλανι δ, to be dappled, Arist.HA503b5: metaph., δ. ἐκ .. to be blended of various sorts, Pl.Lg.693d, cf. 863a; ἀπάταις τὰ πολλὰ δ. τοῦ πολέμου Plu.Lys.7, cf. Iamb.Myst.7.3.

German (Pape)

[Seite 596] ganz bunt machen, ausschmücken, sowohl eigtl., ἀργύρῳ θυρεούς Plut. Sertor. 14, als übertr., πᾶσι τοῖς εἴδεσι τὴν ποίησιν διαποικῖλαι Isocr. 9, 9; ἀπάταις τὰ πολλὰ τοῦ πολέμου Plut. Lyc. 7; übh. = mannigfach zusammensetzen, ἐκ τούτων διαπεποικιλμέναι εἰσί Plat. Legg. III, 693 d; vgl. XI, 863 a.

Greek (Liddell-Scott)

διαποικίλλω: ποικίλλω, ποικίλως κοσμῶ, Λατ. variare, ποίησιν Ἰσοκρ. 190Ε· δ. τι ἀργύρῳ Πλούτ. Σερτ. 14. - Παθ., μέλανι δ., κοσμοῦμαι, ποικίλλομαι διὰ…, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 11, 6· ἀλλά, δ. ἐκ…, εἶμαι πεποιημένος ἐκ διαφόρων εἰδῶν, Πλάτ. Νόμ. 693D, πρβλ. 863Α.

French (Bailly abrégé)

parsemer de broderies, broder.
Étymologie: διά, ποικίλλω.

Spanish (DGE)

1 c. ac. y dat. instrum. decorar o adornar con cosas o colores variados πᾶσιν τοῖς εἴδεσιν διαποικῖλαι τὴν ποίησιν adornar la obra poética con todo tipo de recursos Isoc.9.9, ἡδονὴν ἐχούσαις ... ὄψεσι τὴν πόλιν Plu.Marc.21, cf. Sert.14, I.AI 3.126, Ath.206c, en v. pas. μέλανι ὥσπερ τὰ παρδάλια διαπεποικιλμένην (τὴν χροιάν) adornada (la piel) con manchas negras como los leopardos Arist.HA 503b5, ὄρος ... διαπεποικιλμένον ἄνθεσιν Arist.Mir.841a12, cf. D.H.Dem.50.9, 11, Str.16.4.19, Ath.542d
fig. ἀπάταις τὰ πολλὰ διαποικίλλων τοῦ πολέμου utilizando todo tipo de artimañas en la mayoría de los asuntos de la guerra Plu.Lys.7, τὴν πρᾶξιν ... διαποικίλλουσα κινδυνώδεσιν ἐπεισοδίοις adornando la empresa con incidentes peligrosos Plu.2.596d.
2 variar, cambiar δεῖ ... τοῖσι διαιτήμασιν ἕπεσθαι τῇ ὥρῃ διαποικίλλοντα μαλακωτέροισι καὶ κουφοτέροισι, τοῖσί τε σιτίοισι καὶ τοῖσι πόνοισι es necesario seguir a la estación con los regímenes, variándolos con alimentos y ejercicios más suaves y ligeros Hp.Vict.3.68, en v. pas. αἱ δ' ἄλλαι ... ἐκ τούτων εἰσὶ διαπεποικιλμέναι ref. a las constituciones, Pl.Lg.693d, cf. 863a, ὡς ἐκείνων διαποικιλλομένων περὶ τὸν θεὸν κατὰ τὰς πολλὰς αὐτοῦ ὑποδοχάς porque estos seres se diversifican en torno al dios según la forma de recibirlo Iambl.Myst.7.3, cf. Dam.in Prm.136.

Greek Monolingual

διαποικίλλω)
1. στολίζω κάτι σε όλη του την έκταση
2. στολίζω κάτι με ποικίλα διακοσμητικά στοιχεία.

Greek Monotonic

διαποικίλλω: μέλ. -ῐλῶ, ποικίλλω κάτι, στολίζω, διακοσμώ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαποικίλλω: 1) испещрять, расписывать (ὄρος διαπεποικιλμένον ἄνθεσιν Arst.; θυρεούς Plut.);
2) приукрашивать (πᾶσι τοῖς εἴδεσι τὴν ποίησιν Isocr.; ἀπάταις τὰ πολλὰ τοῦ πολέμου Plut.);
3) составлять из разных частей (διαπεποικιλμένος ἔκ τινων Plat.).