Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάδυσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(3)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάδῠσις:''' -εως, ἡ, [[δίοδος]], [[πέρασμα]] μέσω, [[διάβαση]]· στον πληθ., υπεκφυγές, [[αποφυγή]] <i>τινος</i>, από [[κάτι]], σε Δημ.
|lsmtext='''διάδῠσις:''' -εως, ἡ, [[δίοδος]], [[πέρασμα]] μέσω, [[διάβαση]]· στον πληθ., υπεκφυγές, [[αποφυγή]] <i>τινος</i>, από [[κάτι]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=διάδυσις -εως, ἡ [διαδύομαι] uitvlucht.
}}
}}

Revision as of 09:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδῠσις Medium diacritics: διάδυσις Low diacritics: διάδυσις Capitals: ΔΙΑΔΥΣΙΣ
Transliteration A: diádysis Transliteration B: diadysis Transliteration C: diadysis Beta Code: dia/dusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A passing through, passage, ἐς τὼς πόρως Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50: metaph. in pl., evasions, τῶν ἀδικημάτων, i.e. escape from the consequences of crimes, D.24.139, cf. 94, Plu.Dem.6: abs., Lib.Or.18.32.    II in pl., passages, galleries, in mines, etc., D.S.5.36: sg., prob.l. in Aen.Tact.24.5; subterranean channel, Demetr.Sceps. ap. Str.13.1.43.

Greek (Liddell-Scott)

διάδῠσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ μέσου διάβασις, δίοδος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 50· -μεταφ. κατὰ πληθ., ὑπεκφυγαί, τινος, ἀπό τινος πράγματος, Δημ. 744. 5. ΙΙ. κατὰ πληθ., δίοδος, διάδρομος, ὑπόγειος, ὡς ἐν μεταλλείοις, κτλ., Διόδ. 5. 36.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’échapper ; αἱ διαδύσεις fig. moyens d’échapper à, faux-fuyants, subterfuges ; au sg. échappatoire (en justice).
Étymologie: διαδύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I rel. la acción, abstr.
1 de cosas traspaso, penetración ἐὰν μή τις τὸν τρόπον τῆς διαδύσεως ... δεικνύῃ Epicur.Fr.[24.50] 4, ἐς τὼς πόρως δ. Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50, Gr.Nyss.Or.Dom.53.10
de mezclas interpenetración συνεχὴς ἔσται ἡ διαίρεσις τῷ κατὰ πᾶν τὴν διάδυσιν γίνεσθαι θατέρῳ εἰς θάτερον Plot.2.7.1.
2 de pers., jur. escapatoria πρὸς τὰς διαδύσεις τῶν ἀδικημάτων νομοθετεῖσθαι D.24.139, cf. 94, διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plu.Dem.6, διαδύσεως οὐκ οὔσης καλεῖ ... τὴν θεόν Lib.Or.18.32.
II rel. espacio, concr. pasadizo de una muralla ἵνα ... μὴ κατὰ διάδυσιν ... εἰσέλθοι Aen.Tact.24.5
galería, túnel διαδύσεις μεταλλουργοῦντες D.S.5.36, (ὕδωρ) κατὰ διάδυσιν ὑπεκρέον Str.13.1.43 (cj.).

Greek Monotonic

διάδῠσις: -εως, ἡ, δίοδος, πέρασμα μέσω, διάβαση· στον πληθ., υπεκφυγές, αποφυγή τινος, από κάτι, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάδυσις -εως, ἡ [διαδύομαι] uitvlucht.