διθυραμβοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῑθῠραμβοδῐδάσκᾰλος:''' ὁ, [[ποιητής]] που συνέθετε διθυράμβους και ο [[οποίος]] δίδασκε το δικό του χορό, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δῑθῠραμβοδῐδάσκᾰλος:''' ὁ, [[ποιητής]] που συνέθετε διθυράμβους και ο [[οποίος]] δίδασκε το δικό του χορό, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῑθῠραμβοδιδάσκαλος:''' ὁ автор дифирамбов (руководящий разучиванием своих произведений) Arph.
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

English (LSJ)

ὁ,

   A dithyrambic poet who trained his own chorus, Ar. Pax829.

German (Pape)

[Seite 624] ὁ, der Dithyramben zum Aufführen einübt und zugleich der Dichter ist, Ar. Pax 829.

Greek (Liddell-Scott)

δῑθῠραμβοδῐδάσκαλος: ὁ, ὁ διθυραμβικὸς ποιητὴς ὁ διδάσκων τὸν ἴδιόν του χορόν, Ἀριστ. Εἰρ. 828· ἴδε διδάσκω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poète dithyrambique entraînant son propre chœur.
Étymologie: διθύραμβος, διδάσκαλος.

Spanish (DGE)

(δῑθῠραμβοδῐδάσκᾰλος) -ου, ὁ el que enseña a un coro a recitar el ditirambo Ar.Pax 829, cf. Sud.

Greek Monolingual

διθυραμβοδιδάσκαλος, ο (Α)
ποιητής και δάσκαλος συγχρόνως τών διθυράμβων.

Greek Monotonic

δῑθῠραμβοδῐδάσκᾰλος: ὁ, ποιητής που συνέθετε διθυράμβους και ο οποίος δίδασκε το δικό του χορό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δῑθῠραμβοδιδάσκαλος: ὁ автор дифирамбов (руководящий разучиванием своих произведений) Arph.