δίστολος: Difference between revisions
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), [[ζευγαρωτός]], αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά [[δύο]], σε Σοφ. | |lsmtext='''δίστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), [[ζευγαρωτός]], αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά [[δύο]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίστολος:''' двоякий, парный: [[δίστολοι]] ἀδελφαί Soph. две или обе сестры. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A in pairs, two together, or simply, two, ἀδελφαί S.OC1055 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δίστολος: -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ἢ ἁπλῶς δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· πρβλ. μονόστολος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyagent deux ensemble.
Étymologie: δίς, στέλλω.
Spanish (DGE)
-ον
que son una pareja, e.e. dos τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC 1055.
Greek Monolingual
δίστολος, -ον (Α)
φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» — οι δύο αδελφές μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στολος < στόλος < στέλλω.
Greek Monotonic
δίστολος: -ον (στέλλω), ζευγαρωτός, αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά δύο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δίστολος: двоякий, парный: δίστολοι ἀδελφαί Soph. две или обе сестры.