δυσκοινώνητος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), [[ακοινώνητος]], [[αντικοινωνικός]], [[απολίτιστος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''δυσκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), [[ακοινώνητος]], [[αντικοινωνικός]], [[απολίτιστος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκοινώνητος:''' не склонный к общению, необщительный Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unsocial, Pl.R.486b; ἀρχή Plu.Demetr. 3.
German (Pape)
[Seite 682] zum Umgang untauglich; καὶ ἀγρία ψυχή Plat. Rep. VI, 486 b, u. Sp., wie Plut. Demetr. 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκοινώνητος: -ον, οὐχὶ κοινωνικός, Πλάτ. Πολ. 486Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insociable.
Étymologie: δυσ-, κοινωνέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 insociable ψυχή Pl.R.486b
•asocial οὐδεμία γὰρ μοχθηρία μᾶλλον δ. ἀπιστίας Them.Or.21.258b.
2 difícil de compartir ἡ ἀρχή Plu.Demetr.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσκοινώνητος, -ον)
δύσκολος στις κοινωνικές του σχέσεις.
Greek Monotonic
δυσκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), ακοινώνητος, αντικοινωνικός, απολίτιστος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκοινώνητος: не склонный к общению, необщительный Plat., Plut.