ἐγκείρω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκείρω:''' μόνο σε μτχ. Παθ. παρακ., <i>ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ</i>, με κουρεμένο [[κεφάλι]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐγκείρω:''' μόνο σε μτχ. Παθ. παρακ., <i>ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ</i>, με κουρεμένο [[κεφάλι]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκείρω:''' коротко стричь: ἐγκεκαρμένῳ (v. l. ἐν и ἐπὶ κεκαρμένῳ) κάρᾳ Eur. на коротко остриженной голове. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
in pf. part. Pass., ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ with
A shorn head, E. El.108 (v.l. ἐν κεκ.).
German (Pape)
[Seite 707] nur ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ, mit kahlgeschornem Haupte, Eur. El. 108.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκείρω: μόνον ἅπαξ ἐν τῇ μετοχ. παθ. πρκμ., ἐγκεκαρμένῳ κάρα, μὲ κεκαρμένην κεφαλήν, Εὐρ. Ἠλ. 108· ἴδε Schäf. Mel. σ. 78.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἐγκείρω (Α)
κουρεύω («ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ»).
Greek Monotonic
ἐγκείρω: μόνο σε μτχ. Παθ. παρακ., ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ, με κουρεμένο κεφάλι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκείρω: коротко стричь: ἐγκεκαρμένῳ (v. l. ἐν и ἐπὶ κεκαρμένῳ) κάρᾳ Eur. на коротко остриженной голове.