εἰωθότως: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰωθότως:''' επίρρ. του [[εἴωθα]], κατά το συνήθη τρόπο, ως [[συνήθως]], σε Σοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''εἰωθότως:''' επίρρ. του [[εἴωθα]], κατά το συνήθη τρόπο, ως [[συνήθως]], σε Σοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰωθότως:''' как обычно, по обыкновению Soph., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. of εἴωθα (v. ἔθω),
A in customary wise, S.El.1456, Aristid.Or.51(27).48, etc.; εἰ. ἔλεξεν in his usual manner, Pl.Smp. 218d.
German (Pape)
[Seite 748] gewohntermaßen; Soph. El. 1448 Plat. Conv. 218 d.
Greek (Liddell-Scott)
εἰωθότως: ἐπίρρ. τοῦ εἴωθα, κατὰ τὸν συνήθη τρόπον, Σοφ. Ἠλ. 1456· ἑαυτῷ εἰωθότως, κατὰ τὸν συνήθη αὐτῷ τρόπον, Πλάτ. Συμπ. 218D.
French (Bailly abrégé)
adv.
selon la coutume ; habituellement.
Étymologie: εἴωθα.
Spanish (DGE)
adv. formado sobre perf. εἴωθα como habitualmente, de la forma acostumbrada πολλὰ χαίρειν μ' εἶπας οὐκ εἰ. S.El.1456, εἰ. ἔλεξεν Pl.Smp.218d, ὁ θεὸς ... εἰ. ἰάσατο Aristid.Or.51.48, ἐν τῷ ἰδίῳ σχηματισμῷ ἐν ᾧπερ εἰ. ἤλεγχεν Numen.23, τυχεῖν ... τὴν δὲ (ἄρκτον) οὐκ εἰ. ἐκθηριωθῆναι sucedió que la osa se enfureció inusitadamente Ael.NA 4.45, τὰς ... ἐκτενεῖς δεήσεις εἰ. ἀνεπέμψαμεν CEph.(431) Ep. en ACO 1.1.7 (p.79.10), εἰ. χειροτονηθείς Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.2 (p.59.31).
Greek Monotonic
εἰωθότως: επίρρ. του εἴωθα, κατά το συνήθη τρόπο, ως συνήθως, σε Σοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εἰωθότως: как обычно, по обыкновению Soph., Plat.