ἐπαναγορεύω: Difference between revisions
From LSJ
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπανᾰγορεύω:''' [[διακηρύσσω]] δημόσια· απρόσ. στην Παθ. <i>ἐπαναγορεύεται</i>, γίνεται [[προκήρυξη]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐπανᾰγορεύω:''' [[διακηρύσσω]] δημόσια· απρόσ. στην Παθ. <i>ἐπαναγορεύεται</i>, γίνεται [[προκήρυξη]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαναγορεύω:''' объявлять, оповещать, pass. быть объявляемым Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A proclaim publicly:—impers. in Pass., ἐπαναγορεύεται proclamation is made, Ar.Av.1071.
German (Pape)
[Seite 899] laut verkündigen, Ar. Av. 1071.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανᾰγορεύω: ἀναγορεύω, διακηρύττω δημοσίᾳ· - ἀπρόσωπ. ἐν τῷ Παθ. ἐπαναγορεύεται, γίνεται προκήρυξις, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1072.
French (Bailly abrégé)
publier, proclamer hautement.
Étymologie: ἐπί, ἀναγορεύω.
Greek Monolingual
ἐπαναγορεύω (Α)
1. αναγορεύω, διακηρύσσω δημόσια
2. απρόσ. ἐπαναγορεύεται
γίνεται προκήρυξη («ἐπαναγορεύεται, ἤν ἀποκτείνη τις ὑμῶν Διαγόραν τὸν Μήλιον, λαμβάνειν τάλαντον», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐπανᾰγορεύω: διακηρύσσω δημόσια· απρόσ. στην Παθ. ἐπαναγορεύεται, γίνεται προκήρυξη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναγορεύω: объявлять, оповещать, pass. быть объявляемым Arph.