ἐπαρκούντως: Difference between revisions
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπαρκούντως:''' επίρρ. μτχ. του [[ἐπαρκέω]], επαρκώς, αρκετά, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐπαρκούντως:''' επίρρ. μτχ. του [[ἐπαρκέω]], επαρκώς, αρκετά, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαρκούντως:''' достаточно (τινί Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. pres. part.,
A sufficiently, S.El. 354.
German (Pape)
[Seite 905] hinreichend, Soph. El. 346.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρκούντως: ἐπίρρ. μετοχ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ ἐπαρκέω, ἐπαρκῶς, Σοφ. Ἠλ. 354.
French (Bailly abrégé)
adv.
suffisamment.
Étymologie: ἐπαρκέω.
Greek Monolingual
ἐπαρκούντως (Α)
επίρρ. αρκούντως, επαρκώς, αρκετά («κακῶς μέν, οἶδ', ἐπαρκούντως δ' ἐμοί», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπαρκούντως: επίρρ. μτχ. του ἐπαρκέω, επαρκώς, αρκετά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρκούντως: достаточно (τινί Soph.).